Φαίδων Μαλιγκούδης

 

ΣΛΑΒΟΙ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

 

Δεύτερη έκδοση

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1991

 

(Kindly provided by A. Tschilingirov)

 

 

3. ΕΘΝΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ

 

Μια από τις εκφάνσεις του θέματος «Σλάβοι εν Ελλάδι», που δεν έχει πάψει να απασχολεί ορισμένους ερευνητές, είναι το ζήτημα της ακριβούς εθνολογικής ποροέλευσης των σλαβικών φύλων τα οποία εγκαθίστανται γύρω στα μέσα του 7ου αιώνα στον Ελλαδικό χώρο. Το ερώτημα: «μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια η εθνική προέλευση των Σλάβων αυτών;» φαίνεται ότι έχει λυθεί, αν πιστέψει κανείς πρόσφατα επιστημονικά δημοσιεύματα [1]. Ο σκοπός που παρατίθενται εδώ ορισμένα «δείγματα γραφής» και επιχειρείται κατόπιν μια εξέταση των επιχειρημάτων είναι αποκλειστικά διδακτικός: κρίνεται σκόπιμο να παρουσιασθεί ένα παράδειγμα επιστημονικής θεώρησης ενός ψευδο-προβλήματος. Θα περίμενε κανείς, ύστερα από τα επιτεύγματα που έχουν να παρουσιάσουν, τόσο η σλαβική φιλολογία όσο και οι ιστορικές επιστήμες μέσα στην εκατονταετία που μας χωρίζει από την εποχή του Φαλμεράϊερ και αφού πλέον (σε Ανατολή και Δύση) έχουν επίσημα ξεπεραστεί τα «αστικά

 

77

 

 

κατάλοιπα» του εθνικισμού και της «φυλετικής επιστήμης» (Rassenkunde) ότι δεν θάταν απαραίτητο σήμερα να ασχολείται κανείς με αναχρονιστικά ιστορικά ψευδοπροβλήματα. Εργασίες ωστόσο που δημοσιεύονται και στις μέρες μας, μας υποχρεώνουν να λάβουμε υπόψη την ιστοριογραφική αυτή παράμετρο, η οποία, όπως φαίνεται, εξακολουθεί να παραμένει ακμαία.

 

Σε εργασία που δημοσιεύθηκε το φθινόπωρο του 1987 [2] σε επιστημονικό όργανο του Πανεπιστημίου της Σόφιας, ο συγγραφέας (καθηγητής στο ίδιο Πανεπιστήμιο) προβαίνει στην εξής ιστορική αναδρομή: «Στην επιστήμη παγιώθηκε βαθμιαία στέρεα η άποψη ότι ο μεσαιωνικός αγροτικός πληθυσμός της Πελοποννήσου αποτελούσε τμήμα του σλαβικού φυλετικού κλάδου των Σλοβγιάνων (sic στο πρωτότυπο Slovjani), οι οποίοι κατά τον 7ο και 8ο αιώνα είχαν πλέον εγκατασταθεί μόνιμα όχι μόνον στην Δακία, αλλά σε ολόκληρη σχεδόν την Βαλκανική, εκτός από τις βορειοδυτικές περιοχές της, όπου είχαν εγκατασταθεί τα σερβοκροατικά φύλα... Όπως είναι γνωστό, κατά τον 8ο και 9ο αιώνα ένα μεγάλο μέρος των Σλοβγιάνων και, ειδικότερα, εκείνοι οι οποίοι κατοικούσαν στην Δακία, Μοισία, Θράκη και Μακεδονία, επέτυχαν να συνενωθούν σε ένα ισχυρό κράτος, στην ίδρυση, οργάνωση και διακυβέρνηση του οποίου έπαιξε έναν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο το σχετικά ολιγάριθμο τουρκικό

 

78

 

 

φύλο των Πρωτοβουλγάρων. Οι Σλοβγιάνοι στο βουλγαρικό κράτος, διατηρώντας τη γλώσσα και την εθνική τους φυσιογνωμία, υιοθέτησαν βαθμιαία το εθνωνύμιο Βούλγαροι' με το εθνωνύμιο αυτό άρχισαν να τους αποκαλούν και οι γειτονικές εθνότητες, πρώτα από όλους οι Βυζαντινοί (Ρωμαίοι)... Αλλά τα φύλα εκείνα των Σλοβγιάνων στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα (τα οποία ως προς το αίμα το οποίο ρέει στις φλέβες τους και ως προς τη γλώσσα, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των Σλοβγιάνων του βουλγαρικού κράτους κατά τον 9ο-10ο αιώνα που βαθμιαία αυτοαποκαλούνται Βούλγαροι) παρέμειναν εντός των ορίων των βυζαντινών στρατιωτικών - διοικητικών ενοτήτων (Θέματα της Ελλάδος και της Πελοποννήσου). Το γεγονός αυτό προκαθόρισε και τις μετέπειτα τύχες τους: Γύρω στις αρχές του 16ου αιώνα τα φύλα αυτά θα πρέπει πλέον να είχαν εξελληνιστεί πλήρως. Είναι ωστόσο απαραίτητο να σημειώσουμε ότι στα παραπάνω θέματα ενσωματώθηκαν οι ενδότερες ορεινές περιοχές της νότιας και κεντρικής Ελλάδας μόλις στις αρχές του 11ου αιώνα, αμέσως μετά το 1014, όταν ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος επέφερε το θανατηφόρο κτύπημα στις στρατιωτικές δυνάμεις και στο κράτος της Βουλγαρίας κατά τη μάχη του Κλειδιού... Δεν διαθέτουμε ρητές μαρτυρίες, εάν τα δύο σλαβικά φύλα στην Πελοπόννησο, οι Μιληγγοί και οι Εζερίτες, κατά τον 10ο-11ο αιώ-

 

79

 

 

να αποκαλούντο και Βούλγαροι, δεν υπάρχει ωστόσο αμφιβολία ότι τους είχε γίνει συνείδηση, πως η μελλοντική τους διάσωση αποτελούσε συνάρτηση της ακμής ή των αποτυχιών του βουλγαρικού κράτους... Για τους Σλοβγιάνους της Πελοποννήσου κάθε σημαντική επιτυχία της πολιτικής του βουλγαρικού κράτους ή του βουλγαρικού στρατού ήταν ηλιαχτίδα ελπίδας, αλλά και σημάδι για αγώνα: Το 992, κατά την περίοδο της αδιαμφισβήτητης υπεροπλίας του τσάρου Συμεών, οι Μιληγγοί και οι Εζερί-τες, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν πλέον να πληρώνουν φόρους στο Βυζάντιο, επαναστάτησαν, αλλά ο στρατηγός Κρινήτης Αροτράς, κατέπνιξε τη στάση. Κατά τις επιδρομές εναντίον της Λάρισας και της Πελοποννήσου αναμφίβολα ο τσάρος Σαμουήλ θα ήλπιζε ότι θα του παρασχεθεί βοήθεια από τον σκλαβωμένο σλαβικό πληθυσμό της ελληνικής χερσονήσου, πληθυσμό ο οποίος ήταν ομοεθνής με τους Βουλγάρους.

 

Με την κατάλυση του βουλγαρικού κράτους (1018) οι Σλοβγιάνοι της Πελοποννήσου εξελληνίστηκαν βαθμιαία' γύρω στις αρχές του 13ου αιώνα θα απαρνήθηκαν τελείως την παγανιστική τους θρησκεία και θα λάμβαναν μέρος στη βυζαντινή θρησκευτική λειτουργία, θα έγιναν δίγλωσσοι, και, γύρω στις αρχές του 16ου αιώνα, θα ξέχασαν τελείως την αρχική τους σλαβική γλώσσα και θα συνεννοούνταν στα ελληνικά. Τα μόνα ίχνη από αυ-

 

80

 

 

τους, εκτός από τις ειδήσεις των μεσαιωνικών ιστορικών πηγών, είναι τα πολυάριθμα τοπωνύμια σλαβικής προέλευσης της Πελοποννήσου. Τα τοπωνύμια αυτά αποτελούν μια εξαιρετικά πολύτιμη πηγή φιλολογικών μαρτυριών' η μελέτη τους ρίχνει άπλετο φως στη γλώσσα των Σλοβγιάνων κατά την περίοδο που προηγείται από την εμφάνιση των πρώτων γλωσσικών πηγών, της παλαιοβουλγαρϊκής δηλαδή Κυριλλομεθοδιανής Γραμματείας» (Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)[3]. Πριν περάσουμε στην εξέταση των δύο επιχειρημάτων με τα οποία προσπαθεί ο συντάκτης του κειμένου αυτού να αποδείξει τη φυλετική ταύτιση των Σλάβων της Πελοποννήσου και της Ελλάδος με τους Βούλγαρους Σλάβους (επιχειρήματα που αποτελούν τις δύο σταθερές, τόσο της παραδοσιακής, όσο και της νεότερης βουλγαρικής ιστοριογραφίας) [4], αξίζει να σταματήσουμε για λίγο στο ίδιο το κείμενο και να το εξετάσουμε ως ιστορικό τεκμήριο: Αν και ο συντάκτης δεν μας πείθει με τον τρόπο με τον οποίο επέλεξε να θεμελιώσει την υπόθεση του, μας παρέχει ωστόσο μια πολύτιμη μαρτυρία, γιατί αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα προεπιστημονικής θεώρησης ενός ιστορικού φαινομένου. Από την άποψη αυτή το κείμενο του αξίζει να εξετασθεί ειδικότερα από μέλλοντες ιστορικούς που θα κατανοήσουν έτσι καλύτερα ποια είναι τα αμαρτήματα που πρέπει να αποφεύγουν:

 

81

 

 

α) Ισχυρισμοί οι οποίοι απροκάλυπτα μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ψεύδη. Σε καμιά πηγή δεν μαρτυρείται ότι τον μεσαιωνικό πληθυσμό της Πελοποννήσου αποτελούσαν, όπως δηλώνει ο συγγραφέας, αποκλειστικά Σλάβοι. Αυταπόδεικτα ψευδής είναι και η διαβεβαίωση του συγγραφέα ότι το μεγαλύτρο μέρος του ελλαδικού χώρου («οι ενδότερες ορεινές περιοχές της νότιας και κεντρικής Ελλάδος») ενσωματώθηκε στο βυζαντινό διοικητικό σύστημα μόλις στις αρχές του 11ου αιώνα, γιατί, κατά τον συγγραφέα, μέχρι τότε αποτελούσε μέρος του μεσαιωνικού βουλγαρικού κράτους.

 

β) Η συσσώρευση υποθετικών σχημάτων τα οποία επιβάλλει στον αναγνώστη η υποκειμενική λογική του συγγραφέα. Καμιά πηγή δεν μας παρέχει στοιχεία για το πότε εκχριστιανίστηκαν οι «Σλο-βγιάνοι» της Ελλάδος, και αν γνώριζαν καν την ύπαρξη του μεσαιωνικού βουλγαρικού κράτους ή, πολύ λιγότερο, αν προσέβλεπαν στην άφιξη του τσάρου που θα τους «απελευθέρωνε».

 

γ) Η προβολή προσωπικών ιδεολογημάτων στο ι-στορούμενο. Κοινότυπες εκφράσεις όπως «το αίμα που ρέει στις φλέβες», «η ηλιαχτίδα ελπίδας και σημάδι για αγώνα» χαρακτηρίζουν την ιδεολογία του συγγραφέα και το σύγχρονο του περιβάλλον και μόνον.

 

δ) Η προσφυγή σε τεχνάσματα. Οι «Σλοβγιάνοι» είναι ένα φύλο άγνωστο στις πηγές. Πρόκειται εδώ

 

82

 

 

για μια συνειδητή παραχάραξη του εθνωνυμίου όλων των Σλάβων: Slovène (Σκλαβηνοί, Sclaveni). H πρόθεση του συγγραφέα είναι εδώ προφανής: για να αποφύγει την ένσταση ότι το εθνωνύμιο Slovène ανήκει όχι αποκλειστικά στους «βουλγάρους» Σλάβους, αλλά και στα δυτικά και ανατολικά σλαβικά φύλα, επιλέγει αυθαίρετα το εθνωνύμιο Slovjani για να πείσει τον αναγνώστη ότι οι Σλάβοι του μεσαιωνικού βουλγαρικού κράτους και οι Σλάβοι της Ελλάδος αποτελούν φυλεκτικά μια ενότητα, χωριστή από τα υπόλοιπα σλαβικά φύλα (Τσέχους, Πολωνούς, Ρώσους κλπ.). Το τέχνασμα αυτό, το οποίο προβάλλεται τελευταία όλο και συχνότερα [5], εκτός από το γεγονός ότι προσβάλλει τη νοημοσύνη του αναγνώστη, υποβαθμίζει τον επιστημονικό διάλογο. Για την επιστήμη της Σλαβολογίας αποτελεί πλέον γεγονός ότι Slovène ήταν το εθνωνύμιο το οποίο χρησιμοποιούσε ολόκληρος ο εθνογλωσσικός ινδοευρωπαϊκός κλάδος των Σλάβων πριν ακόμα εγκαταλείψει την αρχική του κοιτίδα και πριν επέλθει ο μετέπειτα γλωσσικός διαχωρισμός [6].

 

Τα επιχειρήματα τα οποία χρησιμοποιεί ο συγγραφέας του αποσπάσματος που παραθέσαμε, αλλά και όλοι οι ερευνητές της χώρας του οι οποίοι ασχολούνται με το θέμα «Σλάβοι στην Ελλάδα», ισχυρίζεται ότι τα αντλεί από δύο κατηγορίες πηγών: α) τις αφηγηματικές και άλλες κατεξοχήν ιστορικές ποηγές και β) από τα γλωσσικά κατάλοι-

 

83

 

 

πα των Σλάβων της Ελλάδας (τοπωνύμια). Ας δούμε λοιπόν την καθεμιά από τις κατηγορίες αυτές χωριστά.

 

1) Μαρτυρία των ιστορικών πηγών

 

Για τον ερευνητή ο οποίος είναι κάπως εξοικειωμένος με το πνεύμα και τη φύση των μεσαιωνικών ελληνικών πηγών, αποτελεί ματαιοπονία το εγχείρημα της ανίχνευσης πληροφοριών στις βυζαντινές πηγές, σχετικών με την ακριβέστερη εθνογλωσσική προέλευση των σλαβικών φύλων που εγκαθίστανται στην Ελλάδα κατά τα μέσα του 7ου αιώνα. Παρόμοια πληροφορία δεν αναφέρεται πουθενά στις πηγές: η έρευνα δέχεται ωστόσο ότι τα φύλα αυτά, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, θα πρέπει να ανήκαν γλωσσικά (για «εθνική συνείδηση» φυσικά δεν-μπορεί να γίνει λόγος) στον ανατολικό κλάδο της Νότιας Σλαβικής [7]. Η υπόθεση αυτή στηρίζεται κατεξοχήν στα πορίσματα της ιστορικής γλωσσολογίας (βλ. 2 πιο κάτω). Ο ιστορικός ο οποίος δεν εξετάζει τις πηγές με την πρόθεση να τις παραβιάσει, δεν είναι σε θέση, έχοντας στη διάθεση του τις πηγές και μόνο, να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα.

 

Ενδείξεις ωστόσο ότι τουλάχιστον τα πρώιμα σλαβικά φύλα του ελληνικού χώρου δεν ανήκαν σ' έναν εθνογλωσσικό μονόλιθο μπορεί να αντλήσει κανείς από τα λίγα αρχαιολογικά τους κατάλοιπα:

 

84

 

 

σε περιοχές, όπου έχουμε μαρτυρίες για πρώιμες σλαβικές εγκαταστάσεις υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα που είναι χαρακτηριστικά όχι για τους Νότιους Σλάβους, αλλά για τους Ανατολικούς: Στην Έδεσσα (περιοχή των Δρουγουβιτών), στη Θεσσαλία (περιοχή όπου εγκαταστάθηκαν οι Βελεγεζίτες) και στη Λακωνία (περιοχή όπου εγκαταστάθηκαν οι Εζερίτες Σλάβοι) έχουν βρεθεί περόνες που τυπολογικά ανήκουν στους Άντες [8]. Γνωρίζουμε όμως ότι, γλωσσικά, οι Άντες ανήκαν στον ανατολικό σλαβικό κλάδο [9]. Η αρχαιολογική αυτή ένδειξη, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι Άντες, οι οποίοι ήταν σύμμαχοι του Βυζαντίου, εξαφανίζονται από την περιοχή του Κάτω Δούνβη το έτος 602 [10], ενώ, λίγες δεκαετίες μετά, έχουμε ρητές μαρτυρίες για εγκατάσταση σλαβικών φυλών (Δρουγουβίτες, Βελεγεζίτες) στις περιοχές όπου βρέθηκαν οι παρόνες [11], μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, τουλάχιστον οι Βελεγεζίτες και οι Δρουγουβίτες, δεν μπορούν a priori να χαρακτηρισθούν ως Νότιοι Σλάβοι.

 

2) Μαρτυρία των γλωσσικών καταλοίπων

 

Στον ταξιδιώτη που ξεκινά από την Κεντρική Ευρώπη για τις διακοπές του και, αφού διασχίσει με το αυτοκίνητο του ολόκληρη την Γιουγκοσλαβία, την βόρεια και κεντρική Ελλάδα, φτάσει στην Πελοπόννησο, θα φανεί αξιοπερίεργο το γεγονός ότι

 

85

 

 

συναντά εδώ χωριά, όπως το Μπελιγκράδια στο Γύθειο ή το Μπελεγράδι στη Μεσσηνία, που φέρουν προφανώς το ίδιο όνομα με την πρωτεύουσα της Γιουγκοσλαβίας, το Βελιγράδι. Αν συμβαίνει μάλιστα ο ταξιδιώτης αυτός να έχει γνώσεις της σλαβικής ιστορικής γλωσσολογίας, θα καταλήξει, περνώντας από την Καρδίτσα και παραβάλλοντας το όνομα αυτό με το όνομα της πόλης Graz στην Αυστρία, στο ορθό συμπέρασμα ότι και τα δύο αυτά τοπωνύμια έχουν κοινή προέλευση: το έτυμό τους ανάγεται στο σλαβικό ουσιαστικό Gradьcь υποκοριστικό του *gordь = «οχυρωμένο μέρος». Αν πάλι ο σλαβολόγος αυτός διαθέτει και πλούσια φαντασία, του λείπουν ωστόσο και οι στοιχειώδεις γνώσεις της Ελληνικής, θα έμπαινε ίσως στον πειρασμό να ετυμολογήσει (όπως κάποτε ο Φαλμεράϊερ) το μεσαιωνικό όνομα της Πελοποννήσου (Μωρέας) από το σλαβικό προσηγορικό more («θάλασσα»). Ο ίδιος σλαβολόγος ίσως προχωρούσε με τους συλλογισμούς του περισσότερο και χαρακτήριζε όλα εκείνα τα τοπωνύμια του ελληνικού χώρου που είτε είναι σλαβικά, είτε απλώς έχουν σλαβικό έτυμο είτε, τέλος, θεωρεί ο ίδιος ότι θα πρέπει να είναι σλαβικά, ως ονοματοθεσίες οι οποίες προέρχονται αποκλειστικά από μια συγκεκριμένη σλαβική γλώσσα, τη σημερινή Βουλγαρική. Ο συλλογισμός αυτός ίσως ενθάρρυνε τελικά τον σλαβολόγο «μας» να πραγματοποιήσει ένα άλμα παραπέρα και να δια-

 

86

 

 

τυπώσει θεωρίες για την εθνολογική πια μορφή του ελληνικού χώρου κατά τον Μεσαίωνα.

 

Η τελευταία αυτή περίπτωση ίσως φανεί στον αναγνώστη ακραία. Δεν είναι ωστόσο ούτε φανταστική ούτε, δυστυχώς, μεμονωμένη. Θα περιοριστούμε εδώ στην παράθεση ενός μόνο παραδείγματος παρόμοιων ερμηνειών [12]: σε μια δίτομη μονογραφία, που φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Ο εποικισμός της Βαλκανικής από τους Βούλγαρους Σλάβους», μαθαίνει ο αναγνώστης για το έτυμο του τοπωνυμίου Μακρυγιάννη: «χωριό στη βορειοδυτική Κρήτη (η ονομασία προέρχεται) από το σλαβικό Mokrjane (δηλ. από το σλαβικό επίθετο mokru = «υγρός»), όπου το άτονο (σλαβικό) ο αποδίδεται στα ελληνικά με α, φαινόμενο που απαντούμε σε όλα τα παλαιότερα βουλγαρικά τοπωνύμια της Ελλάδος. Το τοπωνύμιο αυτό είναι δύσκολο να ετυμο-λογηθεί από το ελληνικό μακρός, μακρύς = «μεγάλος» (sic), γιατί, στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να έχει τη φωνητική μορφή Μακριάνη. Το -υγια- όμως (του τοπωνυμίου Μακρυγιάννη), το οποίο αποδίδει το βουλγαρικό -ja-, δηλώνει ακριβώς ότι το τοπωνύμιο δεν είναι ελληνικό» [13].

 

Το έργο αυτό (στο οποίο εκτός από παρόμοιας ποιότητας γλωσσολογικές ερμηνείες θα βρει κανείς και ιστορικές διαπιστώσεις, όπως «ο Μάρκος Μπότσαρης ήταν Βούλγαρος») [14] αποτελεί ένα ορόσημο στην έρευνα μια και τα συμπεράσματα του,

 

87

 

 

με όποιον τρόπο τα τεκμηριώνει, δεν έχουν βρει μόνο απήχηση στη χώρα όπου κυκλοφόρησε, αλλά και σε επιστημονικά δημοσιεύματα της Δύσης [15]. Έτσι, σε διδακτορική διατριβή, που εγκρίθηκε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μονάχου και κυκλοφόρησε το 1978 με τον τίτλο «Ο σλαβικός πληθυσμός της ελληνικής χερσονήσου» [16], μαθαίνει κανείς, μεταξύ άλλων, ότι: «Στην Κρήτη παρατηρείται μια συγκέντρωση σλαβικών τοπωνυμίων στο ορεινό δυτικό μέρος του νησιού. Ιδιαίτερα πυκνά παρουσιάζονται τα σλαβικά τοπωνύμια στη Χερσόνησο Ροδοπού» [17]. Τον ισχυρισμό του αυτόν ο συγγραφέας τον τεκμηριώνει όχι παρα-πέμπτοντας σε κάποια πηγή ή, έστω, σε άλλο μελέτημα, αλλά ακολουθεί πιστά την μονογραφία (η οποία θέλει το «Μακρυγιάννης» να σημαίνει το βουλγαρικό «υγρότοπος») και ιδιαίτερα τους τεράστιους χάρτες που τη συνοδεύουν. Στους χάρτες αυτούς ο βούλγαρος γλωσσολόγος φρόντισε να τοποθετήσει για καθεμιά από τις ετυμολογίες «βουλγαρικών» τοπωνυμίων του ελληνικού χώρου που επινόησε από μια μαύρη κουκίδα. Εντυπωσιασμένος έτσι από τις αναρίθμητες κουκίδες (= «βουλγαρικά τοπωνύμια») που βρήκε στους χάρτες, έσπευσε ο συγγραφέας της διατριβής να καταλήξει σε συμπεράσματα που παρουσιάζουν παραμορφωμένο εθνολογικά ένα μεγάλο μέρος του μεσαιωνικού ελληνικού χώρου.

 

88

 

 

Δεν θα μας απασχολήσει εδώ το ζήτημα της ιστορικής σημασίας των σλαβικών τοπωνυμίων της Ελλάδας (ένα ζήτημα το οποίο έχω διαπραγματευθεί σε αρκετές μελέτες μου) [18], αλλά θα περιοριστούμε σε μιαν έκφανση του: «παρέχουν τα γλωσσικά κατάλοιπα των Σλάβων της μεσαιωνικής Ελλάδος πράγματι αντικειμενικά κριτήρια που επιτρέπουν να τους ταυτίσουμε εθνολογικά με τους Σλάβους της Βουλγαρίας;»

 

Όπως είναι γνωστό, τα γλωσσικά κατάλοιπα των Σλάβων της Ελλάδας κατά τη βυζαντινή περίοδο διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: α) τα δάνεια προσηγορικά' β) τα εθνωνύμια, ονόματα σλαβικών φύλων που μας παραδίδουν οι πηγές ή τοπωνύμια' γ) τα σλαβικά τοπωνύμια. Ας εξετάσουμε την αποδεικτική αξία της κάθε μιας από τις κατηγορίες αυτές χωριστά.

 

α) Τα δάνεια προσηγορικά. Η συμβίωση των φορέων των δυο γλωσσών (της Ελληνικής και της Σλαβικής) στον ελληνικό χώρο, μια διαχρονική πορεία που κατέληξε στη γλωσσική και εθνολογική αφομοίωση του σλαβικού στοιχείου, άφησε, όπως είναι γνωστό, τα ίχνη της στη Μέση και Νεότερη Ελληνική [19]. Τα γλωσσικά δάνεια της Μεσαιωνικής Ελληνικής από τα Σλαβικά τα συναντούμε είτε σε μεσαιωνικά ελληνικά κείμενα είτε στη Νεότερη Ελληνική. Στη δεύτερη περίπτωση μπορούμε να προσδιορίσουμε, από τη φωνητική μορφή που έχουν «α-

 

89

 

 

πολιθωθεί» στα Ελληνικά, τον terminus ante quem του δανεισμού από τα Σλαβικά (οι δάνειες λέξεις: «καρβέλι», «σβάρνα» π.χ. έχουν περάσει στην Ελληνική πριν από τα μέσα του 9ου αιώνα) [20]. Από τις δάνειες αυτές λεξιλογικές ενότητες καμιά δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «βουλγαρική» μια και απαντούν στο λεξιλόγιο όλων των γλωσσικών κλάδων της σλαβικής οικογένειας. Τα δάνεια προσηγορικά της Ελληνικής, συνεπώς, δεν παρέχουν κριτήρια για ταύτιση των Σλάβων της Ελλάδας με τους Σλάβους της Βουλγαρίας. Μια προσεκτικότερη έρευνα των δανείων αυτών μας παρέχει στοιχεία για το αντίθετο συμπέρασμα. Στα δάνεια αυτά υπάρχουν λέξεις οι οποίες λείπουν από το λεξιλόγιο της Βουλγαρικής και απαντούν μόνο στις ανατολικές (Ρωσική, Ουκραϊνική, Λευκορωσική) και δυτικές (Τσεχική, Πολωνική) σλαβικές γλώσσες. Ένα παράδειγμα: όπως μας παραδίδει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, στον Νικήτα, τον συμπέθερο του αυτοκράτορα Ρωμανού Α' Λεκαπηνού (920-944), είχε αφιερώσει κάποιος αυλικός ποιητής, για να υπογραμμίσει τη σλαβική του καταγωγή, τη σκωπτική έκφραση «γαρασδοειδής οψις έσθλαβω-μένη» [21]' το έτυμο του επιθέτου αυτού (αν αφαιρέσει κανείς το β' μέρος του) είναι το επίθετο gorazdü = «έξυπνος»-»«πονηρός». Η λέξη αυτή απαντά μόνο στις γλώσσες που αναφέραμε και είναι άγνωστη σε ολόκληρο το νοτιοσλαβικό γλωσσικό κλάδο [22].

 

90

 

 

Συμπερασματικά, τα σλαβικά δάνεια της μεσαιωνικής Ελληνικής όχι μόνο δεν ενισχύουν τη «βουλγαρική» προέλευση των Σλάβων της Ελλάδας, αλλά, μας παρέχουν ενδείξεις για το ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα.

 

β) Τα εθνωνύμια. Ποια κριτήρια μας παρέχουν τα ονόματα των σλαβικών φύλων που εγκαθίστανται γύρω και μέσα στον 7ο αιώνα στην Ελλάδα για την εθνολογική τους κατάταξη; Πριν περάσουμε στην εξέταση του ερωτήματος αυτού, ας θυμίσουμε εδώ τα πορίσματα που αποκρυσταλλώνονται στη σλα-βολογική έρευνα, πορίσματα που γίνονται αποδεκτά από επιστήμονες σε Ανατολή και Δύση και τα οποία εξακολουθούν να θέλουν να αγνοούν μόνον εκείνοι που σκέπτονται σε αναχρονιστικά σχήματα και προτιμούν να ερμηνεύουν μηχανιστικά το ιστορικό παρελθόν.

 

Αν δεν περιοριστούμε στη μεμονωμένη θεώρηση του φαινομένου της άφιξης των Σλάβων στην Ελλάδα και αν το εξετάσουμε μέσα στα ευρύτερα πλαίσια της μετακίνησης όλων των Σλάβων στις νέες τους πατρίδες (φαινόμενο το οποίο χαρακτηρίζεται σήμερα ως η τελευταία φάση της «μετακίνησης των λαών», και διαρκεί περίπου από τα μέσα του 6ου αιώνα έως το τέλος του 8ου αιώνα), τότε θα πρέπει να δεχθούμε (ακολουθώντας την επιχειρηματολογία του γνωστού σλαβολόγου και καθηγητού του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας Η. Birnbaum , αλ-

 

91

 

 

λά και τα πορίσματα μιας σειράς ρώσων, πολωνών και άλλων δυτικοευρωπαίων επιστημόνων [24]), ότι τα σλαβικά φύλα δεν μετακινούνται συντεταγμένα κατά εθνογλωσσικούς συμπαγείς σχηματισμούς (η υπόθεση αυτή είναι άλλωστε ασυμβίβαστη με τον φυλετικό κατακερματισμό που χαρακτηρίζει κατά την πρώιμη αυτή περίοδο την πολιτειακή τους οργάνωση) , γεγονός που αποδεικνύεται από την πρώιμη παρουσία σε περιοχές, όπου αργότερα αποκρυσταλλώνονται οι επιμέρους σλαβικές γλώσσες, φύλων που αρχικά δεν ανήκουν στον ίσιο γλωσσικό κλάδο. Γνωρίζουμε ότι οι Σέρβοι και οι Κροάτες (φύλα τα οποία, αργότερα, χαρακτηρίζονται ως προς τη γλώσσα νοτιοσλαβικά) κατά την πρώιμη φάση της μετακίνησης τους αφήνουν τα ίχνη τους σε περιοχές όπου εγκαταστάθηκαν οι Δυτικοί Σλάβοι . Κατά την πρώιμη αυτή φάση συναντούμε επίσης το σλαβικό φύλο που φέρει το εθνωνύμιο Dudleby σε περιοχές τόσο απόμακρες την μια από την άλλη: στην Ουκρανία (περιοχή των ανατολικών Σλάβων) στη Βοημία (δυτικοί Σλάβοι), αλλά και στην Παννονία και την Καρινθία της Αυστρίας [27].

 

Η αρχική εθνογλωσσική προέλευση των φύλων των Vjatici και Radimici, τα οποία συναντούμε αργότερα στο ρωσικό Χρονικό του Νέστορος ως ανατολικά σλαβικά, ήταν από τη Δύση [28]' κατά τον Sachmatov τα φύλα αυτά ανήκαν αρχικά στη λεγόμενη «Λεχιτική» γλωσσική ομάδα, στην οποία ανή-

 

92

 

 

κουν η Πολωνική και τα ιδιώματα των Σλάβων της Πομερανίας [29]. Οι ερευνητές που αναφέραμε δέχονται ότι τα φύλα εκείνα που είναι εγκατεστημένα στην περιοχή του μεσαιωνικού Novgorod, στη Β. Ρωσία, οι Slovène (ας θυμηθούμε εδώ τις θεωρίες για τη «βουλγαρική» αποκλειστικότητα του φύλου αυτού!) προέρχονται από τους Δυτικούς Σλάβους της Βαλτικής [30].

 

Περνώντας στην περιοχή των Βαλκανίων, επισημαίνουμε ότι τα εθνωνύμια Σέρβοι (Srbi) και Κροάτες (Chrvati) δεν έχουν σλαβικό έτυμο, αλλά προέρχονται από τα Ιρανικά, πράγμα που αποτελεί ένδειξη για την ανατολική προέλευση των φύλων αυτών [31]. Γνωρίζουμε επίσης από τις βυζαντινές πηγές ότι η ομάδα των φύλων εκείνων τα οποία, ως το 602, είναι εγκατεστημένα στο βυζαντινό σύνορο του Δουνάβεως και φέρουν το όνομα Άνται (εθνωνύμιο επίσης ιρανικής προέλευσης) ανήκαν γλωσσικά στους ανατολικούς Σλάβους [32].

 

Σε μια διεξοδική μελέτη με τον τίτλο «Τα πρώιμα σλαβικά εθνωνύμια ως μαρτυρίες για τη μετανάστευση των Σλάβων»  [33] ο σοβιετικός γλωσσολόγος και ακαδημαϊκός Ο.Ν. Trubačev παρατηρεί σχετικά: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μεταξύ των «Σεβέ-ρων» της βουλγαρικής περιοχής του Δουνάβεως και του ανατολικού σλαβικού φύλου Severi, Severja-ne («οι Βόρειοι») υπάρχει, κατά κάποιο τρόπο, συγγένεια» [34]. Αναφερόμενος στο έργο του M. Vasmer

 

93

 

 

(«Οι Σλάβοι στην Ελλάδα», Βερολίνο 1941) γράφει: «Η 'παλαιορωσική' συμβολή στην εθνωνυμία των Βαλκανίων δεν περιορίζεται ωστόσο στα όσα μόλις αναφέραμε. Αναφέραμε ήδη πιο πάνω ότι στην Πελοπόννησο υπάρχει το σλαβικό τοπωνύμιο Κρυβι-τσάνοι. Ο Vasmer στο βιβλίο του για του Σλάβους στην Ελλάδα αρνείται να δει το τοπωνύμιο αυτό σε συνάρτηση με το ρωσικό όνομα της φυλής Krivka. Προτιμά να αναφέρεται σε σερβοκροατικό Kriviti ή βουλγαρικό KriviSti, παρόλο που γνωρίζει ότι παρόμοιοι γλωσσικοί τύποι είναι ανύπαρκτοι». «Ένα άλλο σλαβικό φύλο στην Νότια Βαλκανική έφερε πριν από χίλια χρόνια ένα όνομα που προφανώς προέρχεται απότην ανατολική Σλαβική: Σμολεάνοι (Smolëny/Smoljane)» [35]. Αναφερόμενος στον γλωσσικό χαρακτήρα των πρώιμων σλαβικών φύλων του ελληνικού χώρου γράφει: «Η εθνολογική σύσταση των νεοαφιχθέντων φύλων δεν πρέπει να ήταν αμιγής: η εθνογλωσσική ποικιλομορφία φυλετικών ομοσπονδιών δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Παρόλο που μεμονωμένες ονομασίες φύλων δεν επαρκούν για την εκτίμηση ενός ευρέος πλέγματος προβλημάτων, όπως είναι η ιστορική εξέλιξη των γλωσσών είτε η εθνογένεση, δεν θα πρέπει ωστόσο να υποτιμήσει κανείς το γεγονός ότι η μαρτυρία των εθνωνυ-μίων μπορεί να οδηγήσει την έρευνα σε νέες, σίγουρες κατευθύνσεις. Επιμένω σ' αυτή την αναφορά, επειδή, εκτός από τα (ανατολικά σλαβικά) εθνωνύ-

 

94

 

 

μια, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες (κυρίως λεξιλογικοί), οι οποίοι αντιβαίνουν στη θεωρία, περί αμιγούς επικράτησης της Νότιας Βαλκανικής από νο-τιοσλαβικά φύλα. Είναι ωστόσο παράξενο ότι, τόσο η μονομερής θεώρηση, όσο και η προκατάληψη επιτρέπουν να χάνονται και να αγνοούνται πολλά δεδομένα... Ποια εθνωνυμία από την περίοδο της άφιξης των Σλάβων συναντά κανείς στον ελληνικό χώρο; Είναι φανερό ότι υπάρχουν εκεί ίχνη από εθνωνυμία Σλάβων οι οποίοι δεν ανήκουν στην Βουλγαρική ομάδα. .. .Αναφέρω τα ίχνη των Krivioi, όπου δύσκολα μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι πρόκειται για Βούλγαρους Σλάβους. Πρβλ. επίσης τα τοπωνύμια Χαρβάτι («Κροάτες»), τα Σερβία («Σέρβοι») και Τζεχοβά, τοπωνύμιο το οποίο, έτσι κι αλλιώς, έχει σχέση με το εθνωνύμιο των Τσέχων» [36].

 

Περνώντας τώρα στη μαρτυρία των επιμέρους σλαβικών εθνωνυμίων του ελληνικού χώρου κατά την πρώτη περίοδο της εγκατάστασης των Σλάβων όπως μας τα παραδίδουν οι πηγές, διαπιστώνουμε ότι κανένα από αυτά δεν τεκμηριώνει την άποψη ότι ανήκουν τα φύλα αυτά στον ανατολικό κλάδο των νότιων Σλάβων. Οι μαρτυρίες τις οποίες μας παρέχουν τα εθνωνυμία αυτά ενισχύουν, αντίθετα, την παραπάνω άποψη του σοβιετικού ακαδημαϊκού. Τα εθνωνυμία Δρουγουβ'ιται, ΒελεγεζΊται, Σα-γουδάτοι (που μαρτυρούνται στα «Θαύματα του Αγίου Δημητρίου») καθώς και εκείνο των Μιληγγών

 

95

 

 

στην Πελοπόννησο κάθε άλλο παρά την άφιξη στην Ελλάδα εθνογλωσσικά συγγενών με τους μετέπειτα Βούλγαρους Σλάβους φύλων μαρτυρούν. Το εθνω-νύμιο Βελεγεζ'ιται έχει, όπως προσπάθησα να δείξω σε άλλη μου εργασία, ανατολική σλαβική προέλευση [37]. Το όνομα των Σαγουδάτων είναι (όπως εκείνο των Σέρβων, Κροατών και Αντών) ιρανικής προέλευσης [38]. Για τους ΑρουγουβΊτες πρέπει να αναφέρουμε εδώ την ετυμολογία του Trubačev (ετυμολογία που γίνεται δεκτή από πολλούς ερευνητές, αλλά όχι φυσικά από τους Βουλγάρους): «Αδιαμφισβήτητη είναι επίσης η ταύτιση των Δρουγουβιτών της Μακεδονίας με τους ανατολικούς Σλάβους Αρουγουβίτες (Κων/νος Προφυρογέννητος), τους Dregovifci (Χρονικό του Νέστορος). Είναι σημαντικό να αναφέρουμε εδώ το ρωσικό προσηγορικό drjagva = «βάλτος», λευκορωσικό dregva = «έλος», ουκρανικό drjagva = «βαλτώδες μέρος» και να υπογραμμίσουμε ότι καμιά άλλη σλαβική γλώσσα δεν σημαίνει τον βάλτο με τα προσηγορικά αυτά» [39]. Για το εθνωνύμιο Μιληγγοί, τέλος, ας παραθέσουμε εδώ το πόρισμα μιας πρόσφατης μελέτης (1986) του καθηγητού του Πανεπιστημίου της California, Η. Birnbaum, ο οποίος όχι μόνο δεν διαπιστώνει την «συγγένεια αίματος» με τους «Σλοβγιά-νους» - Βουλγάρους που θίγει ο ερευνητής που αναφέραμε στην αρχή του κεφαλαίου αυτού, αλλά, αντίθετα, δέχεται ότι πρόκειται για κάποιο φύλο που

 

96

 

 

προέρχεται από περιοχή δυτικών Σλάβων και ότι το εθνωνύμιο του έχει γερμανικό έτυμο [40].

 

γ) Τα τοπωνύμια. Τα σλαβικά τοπωνύμια του ελληνικού χώρου αποτελούν την κυριότερη πηγή για την παρουσία Σλάβων κατά τον Μεσαίωνα. Για τις περισσότερες μάλιστα περιοχές, μια και δεν διαθέτουμε ρητές μαρτυρίες από τις γραπτές πηγές, τα τοπωνύμια αυτά αποτελούν το μοναδικό δεδομένο. Είναι προφανές, συνεπώς, ότι η αξία τους για τον γλωσσολόγο, μια και αποτελούν κατά κύριο λόγο γλωσσικά τεκμήρια, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Μπορεί όμως και ο ιστορικός, έχοντας στη διάθεση του τα ίδια τεκμήρια και μόνον, δηλ. τα σπαράγματα μιας γλώσσας, να ισχυριστεί ότι έχει επισημάνει ένα φαινόμενο, όπως η συλλογική ιδεολογία των φορέων της γλώσσας αυτής; Πολλοί γλωσσολόγοι που θέλουν να καταλήγουν σε ιστορικά συμπεράσματα και πολλοί ιστορικοί που τεκμηριώνουν τις απόψεις τους με γλωσσικά δεδομένα φαίνεται ότι έχουν δώσει καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό: Τα σλαβικά τοπωνύμια του μεσαιωνικού χώρου είναι «βουλγαρικά», άρα η εθνικότητα των φορέων τους ήταν βουλγαρική [41].

 

Κατά τη γνώμη μας, πρόκειται εδώ για μια περίπτωση όπου, επειδή η λογική των επιστημών (ιστορίας και γλωσσολογίας) δεν είναι συμβατή, γεφυρώνεται το χάσμα με έναν πρωθύστερο συλλογισμό (το τελευταίο άρθρο που αναφέρεται στην προβλη-

 

97

 

 

ματική μας έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η εθνική εξάρτηση των σλαβικών τοπωνυμίων της Ελλάδας») [42]. Θα προσπαθήσουμε να καταδείξουμε το μεθοδολογικό αυτό χάσμα, εκθέτοντας αντικειμενικά τα δεδομένα και ακολουθώντας την λογική των δύο επιστημών χωριστά.

 

α) Κατά κοινή παραδοχή των ερευνητών της ιστορικής εξέλιξης των σλαβικών γλωσσών, κατά τη χρονική περίοδο της άφιξης των Σλάβων (μέσα 7ου αι.) στην Ελλάδα διαρκεί ακόμα η περίοδος της σχετικά ενιαίας «Κοινής Σλαβικής». Ο διαχωρισμός των επιμέρους σλαβικών γλωσσών αρχίζει να διαφαίνεται μόλις ενάμισυ αιώνα αργότερα (αρχές του 9ου αι.)[43]. Τη διαπίστωση αυτή των γλωσσολόγων την επιβεβαιώνουν τα δεδομένα των σλαβικών τοπωνυμίων της Ελλάδος: Πολλά από τα τοπωνύμια έχουν «απολιθωθεί» σε τέτοια μορφή που παρουσιάζει φωνητικά φαινόμενα της «Κοινής Σλαβικής» (προγόνου όλων των μετέπειτα σλαβικών γλωσσών). Ας πάρουμε δύο από τα πολλά δεδομένα από την τοπωνυμία της Ελλάδας και ας τα εξετάσουμε με τη λογική του γλωσσολόγου και του ιστορικού χωριστά. Εξετάζοντας τα τοπωνύμια Αρ-τοτΐνα στην Αιτωλία και Αρδαμέρι στην περιοχή Θεσσαλονίκης ο γλωσσολόγος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα τοπωνύμια αυτά σχηματίστηκαν κατά την περίοδο της «Κοινής Σλαβικής» πριν από τις αρχές περίπου του 9ου αιώνα, γιατί, αν ήταν με-

 

98

 

 

ταγενέστερα (αφού είχε δηλ. συντελεσθεί η λεγόμενη «μετάθεση των υγρών συμφώνων»), θα είχαν την μορφή Radotina και Radomir, όπως και τοπωνύμια που συναντάμε σήμερα στη Βουλγαρία και αλλού.

 

Η λογική του ιστορικού επιτρέπει εδώ ένα άλλο συμπέρασμα: αφού τα γλωσσικά κατάλοιπα Αρτο-τίνα και Αρδαμέρι μαρτυρούν ότι η εξέλιξη της γλώσσας των φορέων τους (των Σλάβων οι οποίοι έδωσαν τις ονοματοθεσίες αυτές) σταμάτησε στο στάδιο αυτό, τότε οι Σλάβοι αυτοί θα έπαψαν να χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους μετά τις αρχές του 9ου αι. Τα τοπωνύμια συνεπώς αυτά αποτελούν για τον ιστορικό απόδειξη ότι οι Σλάβοι αυτοί είχαν, γλωσσικά, εξελληνισθεί πριν από τις αρχές του 9ου αι. Όσοι λοιπόν εξακολουθούν να βλέπουν «Βουλγάρους» π.χ. στην περιοχή της Αρτοτίνας ή του Αρδαμερίου, επειδή στη Βουλγαρία σήμερα υπάρχουν τα τοπωνύμια Radotina και Radomir (που έχουν φυσικά το ίδιο έτυμο) καταφεύγουν σε πρωθύστερους συλλογισμούς.

 

β) Τα σλαβικά τοπωνύμια του ελληνικού χώρου είναι όντως πολυάριθμα και η μελέτη τους με διάθεση αντικειμενικότητας θα πλουτίσει ακόμα τις γνώσεις μας για την ιστορία των σλαβικών γλωσσών. Τα γλωσσικά αυτά όμως σπαράγματα σ' ένα πράγμα δεν είναι σε θέση να μας βοηθήσουν: να περιγράψουμε πλήρως το γλωσσικό σύστημα των φορέων τους ή, όπως διατείνονται μερικοί γλωσσολό-

 

99

 

 

γοι [44], να συντάξουμε μια «γραμματική της παλαιο-βουλγαρικής γλώσσας». Η μορφολογία και το συντακτικό της γλώσσας των Σλάβων στην μεσαιωνική Ελλάδα (όποιο όνομα και να δώσουμε στη γλώσσα αυτή), σε όσους επιστήμονες παραμένουν πιστοί στη λογική της επιστήμης που θεραπεύουν, παραμένουν άγνωστα. Από τα τοπωνύμια αυτά μπορεί ο γλωσσολόγος να αντλήσει ορισμένα στοιχεία για τον σχηματισμό παραγώγων (υποκοριστικών, επιθετικών τύπων κλπ.), για το λεξιλόγιο και, κυρίως, για την φωνολογία. Τίποτε περισσότερο [45], γ) Από τα σλαβικά αυτά τοπωνύμια προκύπτει το συμπέρασμα ότι φωνολογικά παρουσιάζουν δύο ιδιομορφίες, οι οποίες απαντούν αποκλειστικά στα ιδιώματα εκείνα που ανήκουν στον ανατολικό κλάδο των νότιων Σλαβικών γλωσσών και τα οποία, συμβατικά, ονομάζουμε βουλγαρικά. Για τον γλωσσολόγο (και πρώτα από όλους φυσικά για τους βουλγάρους γλωσσολόγους οι οποίοι στηρίζουν ολόκληρη την επιχειρηματολογία τους αποκλειστικά στα δύο αυτά φαινόμενα) η ένδειξη αυτή είναι πολύτιμη: μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η γλώσσα των Σλάβων της Ελλάδας γενετικά ανήκε, κατά την περίοδο της άφιξης τους, στον ίδιο κλάδο με τα ιδιώματα εκείνα που αργότερα (αφού πια είχε προχωρήσει η διαδικασία του γλωσσικού εξελληνισμού των Σλάβων της Ελλάδος) αποκρυσταλλώνονται ως βουλγαρικά. Η λογική του ι-

 

100

 

 

στορικού, ωστόσο, δεν του επιτρέπει να ταυτίσει εθνολογικά τους Βούλγαρους Σλάβους με τους Σλάβους της Ελλάδας, στηριζόμενος σε δύο μόνο κοινά φωνολογικά φαινόμενα. Αν ρίξει κανείς μια ματιά σε άλλους κλάδους σλαβικών γλωσσών θα παρατηρήσει ένα ανάλογο φαινόμενο: τόσο η Πολωνική, η Τσεχική και η Σλοβακική παρουσιάζουν κοινά φωνητικά φαινόμενα τα οποία, ταυτόχρονα, τις ξεχωρίζουν από όλες τις άλλες σλαβικές γλώσσες. Με ποια λογική θα ταύτιζε εθνολογικά ο ιστορικός τους Τσέχους, τους Πολωνούς και τους Σλοβάκους κατά την πρώιμη φάση της ιστορίας τους, στηριζόμενος σε δύο μόνο φωνητικά δεδομένα των γλωσσών τους [46];

 

δ) Συχνά προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι τα σλαβικά τοπωνύμια της Ελλάδας σχηματίστηκαν από προσηγορικά (κυρίως γεωγραφικούς όρους) που απαντούν στη Βουλγαρική. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής, αλλά όχι ολοκληρωμένος: τα προσηγορικά (και τα ανθρωπωνύμια) που μαρτυρούνται στα τοπωνύμια αυτά υπάρχουν στο λεξιλόγιο όλων των σλαβικών γλωσσών. Πολλά από αυτά μάλιστα (όπως έδειξε ο σοβιετικός ακαδημαϊκός Ο.Ν. Trubačev) είναι άγνωστα στη Βουλγαρική και στα ιδιώματα της [47].

 

Τους παράγοντες εκείνους οι οποίοι καθορίζουν τελικά την εθνολογική υπόσταση των Σλάβων της Ελλάδας θα προσπαθήσουμε να τους επισημάνουμε

 

101

 

 

στην εργασία αυτή. Εδώ απλώς θα συμφωνήσουμε με τον βούλγαρο ιστορικό και ακαδημαϊκό D. An-gelov, ο οποίος στο έργο του «Η διαμόρφωση της βουλγαρικής εθνότητας» [48] έδειξε πειστικά ότι η ε-θνογένεση των Βουλγάρων είναι ένα ιστορικό φαινόμενο που εξελίσσεται στην περιοχή της κάτω Μοισίας, στη Β. Θράκη και πιθανώς (εδώ ας αφήσουμε το λόγο σε άλλους ιστορικούς) στην περιοχή εκείνη μιας ομόσπονδης δημοκρατίας που σφετερίστηκε ένα όνομα ξένο προς τον πολιτισμό και την παράδοση των λαών της.

 

Ας σημειώσουμε ωστόσο, κλείνοντας την ενότητα αυτή, ότι η ταύτιση: γλώσσα = εθνική συνείδηση είναι ένα πρόσφατο ιστορικό φαινόμενο και προϋποθέτει την δεδηλωμένη ιδεολογική ταύτιση των φορέων της γλώσσας.

 

Η εμφάνιση των επιμέρους σλαβικών γλωσσών ως εκφάνσεων της εθνικής (πολιτικής) συνείδησης είναι φαινόμενο του 19ου-20ου αι. και γεννάται από εξωγλωσσικούς παράγοντες: τα περισσότερα σλαβικά έθνη «αποκτούν» τη γραμματική της γλώσσας τους, επιλέγοντας συνειδητά μια διάλεκτο τους και, υπό την επίδραση ιδεολογικών παραγόντων (εθνικισμός), την ανακηρύσσουν ως «εθνική γλώσσα» [49]. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι άγνωστο και στο εθνολογικό στοιχείο που ανήκει γλωσσικά στον ανατολικό κλάδο της Νότιας Σλαβικής: μετά την απελευθέρωση της Βουλγαρίας από τους Τούρ-

 

102

 

 

κους (1878) επιλέγουν οι Βούλγαροι ως «εθνική γλώσσα» μια από τις ανατολικές βουλγαρικές διαλέκτους [50]. Επτά δεκαετίες αργότερα οι ομόγλωσ-σοί τους (1945) στην ομόσπονδη δημοκρατία των Σκοπίων ανακηρύσσουν ως «δική» τους γλώσσα μια από τις κεντρικές διαλέκτους της επικράτειας τους [51]. Με ποια γλωσσολογικά δεδομένα (όσο αντικειμενικά κι αν είναι αυτά) θα μπορούσε να πείσει κανείς τους φορείς της νεοφανούς αυτής γλώσσας να εγκαταλείψουν την ιδεολογία τους και να δεχθούν ότι κι' αυτοί χρησιμοποιούν την Βουλγαρική;

 

 

[Back to Index] 


 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1. Θ' αποτελούσε ματαιοπονία, αν επιχειρούσαμε εδώ μια καταγραφή των σχετικών έργων που δημοσιεύτηκαν, κι' εξακολουθούν να δημοσιεύονται, στη Βουλγαρία. Για την ιστοριογραφία της χώρας αυτής αποτελεί πλέον την communis opinio ότι «εθνολογικά» (με όποια σημασία αποδίδεται στον όρο αυτόν) οι Σλάβοι της μεσαιωνικής Ελλάδας ανήκαν στον «βουλγαρικό κλάδο». Ενδεικτικό στοιχείο του γεγονότος αυτού είναι ο χάρτης που παραθέτουμε στο τέλος του βιβλίου, ο οποίος βρίσκεται τοποθετημένος στο «σαλόνι» της σύγχρονης βουλγαρικής ιστορικής επιστήμης: στη σελ. 44 του 2ου τόμου της «Ιστορίας της Βουλγαρίας» που εκδόθηκε το 1981 (στα πλαίσια ενός συλλογικού έργου που φιλοδοξεί να περιλάβει 14 τόμους) από την Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών. Στη λεζάντα του χάρτη αυτού (ο οποίος απαλλάσσει τους συντάκτες του τόμου από την προσπάθεια ανεύρεσης τεκμηρίων από τις πηγές και, επιπρόσθετα, παρουσιάζει το κλασικό πλεονέκτημα της υποβολής στον αναγνώστη, μέσω γραφικών παραστάσεων που δεν τον καταπονούν διανοητικά, προπαγανδιστικών μηνυμάτων) αναφέρεται ότι πρόκειται για έναν «εθνολογικό χάρτη του κεντρικού και ανατολικού μέρους της Χερσονήσου της Βαλκανικής κατά τα μέσα του 7ου αι.». Οι διαγώνιες λουρίδες υποδηλούν «το έδαφος, στο οποίο εγκαταστάθηκαν νότιοι Σλάβοι του βουλγαρικού κλάδου».

 

2. I. Dobrev, Slavjanskata toponimija ν Pelopones kato izvor za i-

 

104

 

 

storijata na bŭlgarskija ezik. Ev: Sŭpostavitelno Ezikoznanie. Spisanie na Sofijskija universitet «Kliment Ochridski» XII (1987) τ. 3, σ. 45-56. (αγγλικός τίτλος: The Slavonic toponymy in Pelponnese as a source of the Bulgarian language historical development (sic!). In: Contrastive Linguistics, Kliment Ochridski University Press).

 

3. I. Dobrev, ε.α., σ. 46-47.

 

4. Πβ. σχετικά και τις παρατηρήσεις του συγγραφέα που δημοσιεύτηκαν σε άλλη εργασία του (Malingoudis, Bulgaren).

 

5. Malingoudis, Bulgaren σ. 250. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: η μονογραφία με τον τίτλο «Πολιτική γεωγραφία του μεσαιωνικού βουλγαρικού κράτους 681-1018», όπου, ούτε λίγο ούτε πολύ, παρουσιάζεται να έχει κατακλυσθεί ολόκληρος σχεδόν ο ευρύτερος χώρος της ΝΑ Ευρώπης, από την Βουδαπέστη και την Τρανσυλβανία μέχρι το Ταίναρο, από το μυθικό αυτό φύλο, το οποίο εμφανίζεται ότι δεν είχε άλλο στόχο παρά, συντονίζοντας τις προσπάθειες τους με τους Πρωτοβούλγαρους, να σταθεροποιήσει την εξουσία του κράτους της Μεγάλης Βουλγαρίας σ' ολόκληρη την περιοχή αυτή. Το «γεγονός» αυτό αποτελεί για τον συγγραφέα το τεκμήριο για την κατακλείδα του βιβλίου του, όπου διατείνεται ότι η Βουλγαρία «επέτυχε κατά τη διάρκεια ενά-μισυ αιώνα από την ίδρυση της (681) να σταθεροποιηθεί και να διευρύνει τα σύνορα της από τον κάτω ρου του Δνείπερου έως τον μέσο ρου του Δούναβη, από τα Καρπάθια έως τον Όλυμπο και από την Αδριατική και το Ιόνιο έως τον Εύξεινο Πόντο» (σ. 63). Τη μονογραφία συνοδεύουν οι, ανάλογοι με τις εθνικές αναζητήσεις του συγγρ., χάρτες P. Koledarov, Politiceska geografija na srednovekovnata b&lgarska dMava, Σόφια (Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών-Ινστιτούτο Ιστορίας) 1979.

 

6. Το γεγονός αυτό αποτελεί την communis opinio των, δυτικών και ανατολικών, σλαβολόγων. Πβ. το λήμμα Slowiane ( = Σλάβοι) στο Lexicon Antiquitatum Slavicarum, τ. 5, Βρότσλαβ-Βαρσοβία 1975, σ. 274 καθώς και τα πρόσφατα άρθρα: Ζ. Golab, About the Connection between Kinship Terms and some Ethnica in

 

105

 

 

Slavic, Ev: International Journal of Slavic Linguistics and Poetics 25/26 (1982), σ. 165-171' H. Birnbaum, Weitere Überlegungen zur Frage nach der Urheimat der Slaven. Ev: Zeitschrift für Slavische Philologie 46 (1986), σ. 19-46' του ιδίου, The Ethno-Linguistic Mo-saic of Bosnia and Hercegovina. Ev: Die Welt der Slawen 32 (1987), τ. 1, σ. 7-8 (υποσ. αριθμ. 4)' Ο.Ν. Trubačev, Die Sprachwissenschaft und die Ethnogenese der Slawen. Ev: Zeitschrift für Slawistik 32 (1987), τ. 6, σ. 912.

 

7. Τη διαπίστωση αυτή πρώτος την τεκμηρίωσε ο Vasmer, Slaven.

 

8. Πρβλ. κεφ. 1, υποσημ. αριθμ. 16 πιο πάνω.

 

9. Κατά τη χρονική περίοδο της άφιξης των σλαβικών φύλων στην Ελλάδα (τέλη 7ου αι.), διαρκεί ακόμα η περίοδος της «Κοι νής Σλαβικής». Οι επιμέρους κλάδοι των σλαβικών γλωσσών (νότιος, δυτικός και ανατολικός) θα διαμορφωθούν οριστικά πε ρίπου ενάμισυ αιώνα αργότερα (πβλ. F.P. Filin, Proischoždenie russkogo, ukrainskogo i belorusskogo jazykov («Η προέλευση της ρωσικής, ουκρανικής και λευκορωσικής γλώσσας»), Λένιν γκραντ 1972, σ. 25-30). Θα πρέπει, συνεπώς, να υποθέσουμε ότι η σλαβική διάλεκτος των Αντών κατά τον 6ο αι. (όπως και εκεί νες των άλλων σλαβικών φύλων) ανήκει τυπολογικά ακόμα στη Κοινή Σλαβική (πβλ. V. V. Sedov, Anten. Ev: Enzyklopädie zur Frühgeschichte Osteuropas-Arbeitsmaterial, Βερολίνο 1980, σ. 32). Ενδείξεις, ωστόσο, από τις πηγές, οι οποίες μας παραδίδουν ο νόματα Αντών από τον 6ο αι., μας οδηγούν στην υπόθεση ότι η διαδικασία της γλωσσικής διαφοροποίησης βρισκόταν ήδη κα τά την περίοδο αυτή σε εξέλιξη: τόσο το όνομα του Δαβραγέζα, που μας παραδίδει ο Αγαθίας(σ. 91, 111-112' 145) το έτος 555/56 («Δαβραγέζας "Αντης άνήρ»), όσο και ο εθνωνύμιο Βελεγεζίται (το σλαβικό φύλο το οποίο εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλία από τα τέλη του 7ου αι.) παρουσιάζουν ήδη, φωνολογικά, τις ιδιαιτε ρότητες της Ανατολικής Σλαβικής (Πβ. Malingoudis, Studien σ. 149-150).

 

106

 

 

10. Πβ. Č. Bonev, Les Antes et Byzance. Ev: Etudes Balkaniques 1983, τ. 3, σ. 117.

 

11. Πβ. κεφ. 2 πιο πάνω.

 

12. Πβ. Malingoudis, Toponymy σ. 99 κ.ε.

 

13. J. Zaimov, Zaselvane na bolgarskite slavjani na balkanskija polyostrov («Ο εποικισμός της Βαλκανικής Χερσονήσου από τους Βούλγαρους Σλάβους»), Σόφια 1967, σ. 171.

 

14. J. Zaimov, ε.α. σ. 109.

 

15. Malingoudis, Toponymy σ. 110, υποσημ. αριθμ. 2.

 

16. Μ. Weithmann, Die slavische Bevölkerung auf der griechischen Halbinsel. Ein Beitrag zur historischen Ethnographie Südosteuropas, Μόναχο 1978.

 

17. Weithmann, ε.α., σ. 109.

 

18. Malingoudis, Studien, ιδίου, Toponymy, ιδίου, Slaw. Elemente κλπ.

 

19. Λείπει ακόμα μια μελέτη που θα εξετάζει το πρόβλημα αυτό στο σύνολο του. Για την Μεσαιωνική Ελληνική πβ. M. Trian-taphyllidis, Die Lehnwörter der Mittelgriechischen Vulgärliteratur, Straßburg 1911" πβλ. επίσης: G. Meyer, Neugriechische Studien, II, Βιέννη 1894.

 

20. Ο δανεισμός έγινε δηλαδή πριν συντελεσθεί στη Σλαβική η λεγ. «μετάθεση των υγρών συμφώνων», ένα φωνητικό φαινόμενο που χρονολογείται περίπου στις αρχές - μέσα του 9ου αι. Πβ. Malingoudis, Studien, σ. 147-148.

 

21. Κων/νου Πορφυρογέννητου, Περί Θεμάτων, εκδ. Α. Per-tusi, σ. 91.

 

22. Πβ. το λήμμα gorazdü στο «Ετυμολογικό Λεξικό των Σλαβικών Γλωσσών» (Etimologičeskij Slovar' Slavjanskich jazykov τ. 7, Μόσχα 1980, σ. 32).

 

23. Πβ. Κεφ. 2, υποσημ. αριθμ. 23 πιο πάνω.

 

24. Πβ. υποσημ. αριθμ. 4 πιο πάνω καθώς και Ζ. Golab, The Ethnogenesis of the Slavs in the Light of Linguistics. American Contributions to the 9th Intern. Congress of Slavists. I (1983), σ. 131.

 

107

 

 

25. Πβ. Κεφ. 2 πιο πάνω.

 

26. Πβ. J. Herrmann, Die Slawen in Deutschland, Βερολίνο 1985, σ. 26-27.

 

27. Πβ. Β. Zastěrova, Avari a Dulebové ν svëdectvi povesti vremennych let («Οι Άβαροι και οι Dudleby σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Χρονικού του Νέστορος»). Εν: Vznik a pocätky Slovanu III, Πράγα 1960, σ. 15-33 και Sedov, Vost. Slavjane, σ. 90 κ.ε.

 

28. Sedov, Vost. Slavjane, σ. 143 κ.ε., σ. 152 κ.ε.

 

29. Birnbaum, Milingen σ. 22.

 

30. Sedov, Vost. Slavjane, σ. 169; Η. Birnbaum, Lord Novgorod the Great. Essays in the History and Culture of a Medieval City-State, Columbus Ohio 1981, σ. 27-33 και 107-110.

 

31. O.N. Trubačev, Iz slavjano-iranskich leksiceskich otnošenij («Σλαβο-ιρανικές λεξιλογικές σχέσεις»). Εν: Etimologija 1965, Μόσχα 1967, σ. 31-32. Etimologiceskij Slovar' Slayjanskych Jazykov («Ετυμολογικό Λεξικό των Σλαβικών γλωσσών»), τ. 8, Μόσχα 1981, σ. 149-152. Θα πρέπει να σημειώσουμε, ωστόσο, ότι ιρανική προέλευση του εθνωνυμίου Srbi («Σέρβοι») δεν γίνεται αποδεκτή από άλλους ερευνητές πβ. π.χ. Golab (παραπομπή αρ. 6 πιο πάνω) σ. 165-166 και, πρόσφατα, Η. Schuster-Sewc, Zur Geschichte und Etymologie des ethnischen Namens Sorb/Serb/Sarb/Srb. Ev: Zeitschrift für Slawistik 30 (1985), σ. 851-856.

 

32. Πβ. Υποσημ. αριθμ. 9 πιο πάνω και το λήμμα Antowie (Άνται) Εν.: Lexicon Antiquitatum Slavicarum, τ. 1, Βρότσλαβ-Βαρσοβία 1961, σ. 36-37.

 

33. O.N. Trubačev, Rannie slavjanskie etnonimy-svideteli migracii Slavjan. Voprosy Jazykoznanija 1974, τ. 6.

 

34. Trubačev, ε.α. σ. 62.

 

35. Trubačev, ε.α. σ. 62-63.

 

36. Trubačev, ε.α. σ. 62-63.

 

37. Malingoudis, Bulgaren, σ. 253-254.

 

38. Πβ. Vasmer, Slaven, σ. 177: «Το όνομα (των Σαγουδατών)

 

108

 

 

δεν μπορεί να ετυμολογηθεί από την Σλαβική». Ο Vasmer θεωρεί ως πιθανότερη την τουρκική προέλευση. Κατά τη γνώμη μου το όνομα αυτό (του οποίου το έτυμο παραμένει άγνωστο) παρουσιάζει το χαρακτηριστικό επίθημα -al· του πληθυντικού των ιρανικών γλωσσών (πβ. Σαρμ-ατ-αι, Σαυρο-μ-ατ^αι) πβ. και Trubačev (υποσημ. αριθμ. 31 πιο πάνω) σ. 32.

 

39. Trubačev, (υποσημ. αριθμ. 33 πιο πάνω), σ. 62.

 

40. Birnbaum, Milingen σ. 21 κ.ε.

 

41. Malingoudis, Toponymy σ. 108-11.

 

42. V. Georgiev, Etničnata prinadleznost na slavjanskite mestni imena ot Gŭrcija. Ev: Bŭlgarski Ezik 36 (1986), 3-7. Στο άρθρο ο σεβαστής μνήμης βούλγαρος γλωσσολόγος εμπλέκεται, κατά τη γνώμη μου, σ' ένα μεθοδολογικό αδιέξοδο: προσπαθεί να διαπιστώσει την εθνική προέλευση ενός πληθυσμού από τον οποίο ως μόνο δεδομένο δε μας παραδίδονται παρά σπαράγματα από τη φωνολογία της γλώσσας του. Ο Georgiev αμφισβητεί την άποψη που προσπάθησα να διατυπώσω σε προηγούμενες μελέτες μου, ότι δηλ. οι Σλάβοι της Ελλάδας δεν συγκροτούν κατά τον 7ο αι. έναν εθνογλωσσικό μονόλιθο και ότι, φυσικά, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «Βούλγαροι». Την παραπάνω άποψη μου, αντίθετα, τη δέχονται σοβιετικοί ερευνητές όπως οι O.N. Trubačev (Etimologija 1982, σ. 178-179) και L.V. Kurkina (Voprosy Jazykoznanija 1985, τ. 4, σ. 70).

 

43. Πρβ. υποσημ. αριθμ. 9 πιο πάνω.

 

44. Πρβ. π.χ. I. Gŭlubov Starobŭlgarski ezik s uvod v slav. ezikoznanie («Παλαιοβουλγαρική γλώσσα, με εισαγωγή στη σλαβική γλωσσολογία»), Σόφια 1980, σ. 89-93.

 

45. Malingoudis, Studien σ. 180.

 

46. Malingoudis, Bulgaren σ. 249.

 

47. Trubačev (υποσημ. αριθμ. 33 πιο πάνω), σ. 62-63. Malingoudis, Bulgaren, σ. 252-253.

 

48. D. Angelov, Obrazuvane na bŭlgarskata narodnost, Σόφια 1971.

 

109

 

 

49. Η εμφάνιση της «γλώσσας της εθνικής γραμματείας» (national literary language-Nationale Literatursprache) είναι ένα ιστορικό φαινόμενο που υπαγορεύεται κατά την περίοδο αυτή από αντικειμενικούς παράγοντες που είναι κοινοί για όλους τους λαούς εκείνους που δημιουργούν, μετά από μια μακρά περίοδο πολιτικής εξάρτησης, τα δικά τους εθνικά κράτη. Το, εξωγλωσσι-κό, αυτό φαινόμενο παρατηρείται σ' όλα τα εθνικά κράτη των Βαλκανίων κατά τον 19ο-20ο αι.

 

50. Πρβ. R. Lötzsch, Zur Herausbildung der neubulgarischen Literatursprache Ev: Linguistische Studien, Reihe A, Nr. 33, Βερολίνο 1976, σ. 69-82.

 

51. M Andriotis, Der föderative Staat von Skoplje und seine Sprache, Αθήνα 19662, 46-55' Β. Koneski, Gramatika na makedonskiot li-teraturen jazik, Skopje 19662, σ. 16-39' R. Lötzsch, Einige spezifische Besonderheiten der Entwicklung der mazedonischen Literatursprache. Linguistische Studien, Reihe A, nr. 33, Βερολίνο 1976, σ. 94-103.